20090808

Το ημερολόγιο των μικρών τραυμάτων

Μεσημέρι και τα πλήθη των ανθρώπων βουίζουν ασταμάτητα,
καλοντυμένοι, υπάκουοι, φλύαροι, μη καπνίζοντες, πού είναι η έξοδος,
τράπεζες συναισθημάτων, ζωές ανασφαλείς να γλιστρούν στο πεζοδρόμιο,
η ζωή μας ένα διήγημα που δεν έγραψε ακόμα η Υοκο Ogawa,
δεν καταλαβαίνουμε τα καινούργια τραγούδια και κάθε απομίμηση ευτυχίας
μας αρρωσταίνει.

Βολικοί άνθρωποι, λιγομίλητοι, δεν λέμε όχι μα σπάνια λέμε και ναι,
ήπιαμε τα ποτά μας, αγαπήσαμε και μας αγάπησαν, βγάλαμε φωτογραφίες και αφήσαμε μερικά χαρτιά με λέξεις κακογραμμένες, εξακολουθούμε να ξαφνιαζόμαστε από την απρόσμενη ομορφιά και να μπερδεύουμε τα λόγια μας, προσπαθήσαμε να μεγαλώσουμε αλλά δεν τα καταφέραμε, αγαπήσαμε τη βροχή
μα μισήσαμε τις ομπρέλλες, ξεχάσαμε ανοιχτά τα φώτα στη ψυχή μας
και πριν το καταλάβουμε, έφτασε κιόλας Κυριακή απόγευμα
μιας άλλης ζωής. Της επόμενης διαθέσιμης.

20090709

Το δαχτυλίδι



Η παιδική μας ηλικία
είναι το δωμάτιο που στεγνώνουν οι στεναγμοί στον ήλιο
και εσείς ρολόγια, δείξτε για μια φορά το χρόνο
με το δικό μου τρόπο.
.
.
.
Εκεί που μπλέκονται τα πρωινά μου όνειρα με τα μαλλιά σου
στην πτώση μου
θέλω να κρατηθώ από το μόνο σταθερό σημείο που γνωρίζω
την αλμυρή κοιλάδα του λαιμού σου.
.

20090418

. . .

Εγώ να σε γνωρίσω ήθελα. Να ταξιδέψω μαζί σου μέχρι τη γωνιά του δρόμου ή μέχρι την άκρη του κόσμου. Να μοιραστώ μαζί σου όλα όσα δεν καταλαβαίνω, να χαθούμε ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι στο πλήθος και κανείς να μην ξανακούσει για εμάς. Να είμαι δίπλα σου, να μου λες ότι δεν πειράζει που περνούν οι μέρες της χαράς γιατί ξέρεις ότι μπορούμε να φτιάξουμε εύκολα κι άλλες.
.
.
.
.
.
.
Δεν θέλω γιορτές και φασαρία και πλήθη. Θέλω ένα κομμάτι ουρανό γαλάζιο να πονέσουν τα μάτια μου από την ομορφιά. Ένα βράχο να κοιτώ τη θάλασσα από ψηλά και τα πλοία να περνούν και να σκέφτομαι ταξίδια. Θέλω όλα να αποκτήσουν σημασία άλλη από αυτή που τους δόθηκε, θέλω χαμόγελα και ανθρώπους ψηλούς μέσα στον ύπνο τους, δέντρα πράσινα και κόκκινα και μωβ και φύλλα κάτω από τα πόδια μου. Ένα τσιγάρο και τη φωτιά σου, ένα δρόμο να με βγάζει σε σένα, μια κουβέρτα να με σκεπάζει όταν δεν είσαι εδώ και ένα χρησμό να ερμηνεύσω αυτά που έζησα.
.
.
.
.
.
.
Όπως το φανελάκι πάνω μας το καλοκαίρι. Κολλάει το μυαλό μου σε σένα. Όπως τα πεθαμένα κοχύλια στην άμμο και όπως τα παλιά τραγούδια. Όλα τώρα έχουν άλλο νόημα. Όπως οι όμορφες ζωές που μόνο οι απελπισμένοι ή οι ερωτευμένοι μπορούν να ζήσουν. Έτσι κι η δική μας.

20090328

Σκεπτομορφές




Όταν βραδιάζει οι δρόμοι στην Αθήνα γίνονται κίτρινοι. Οι άνθρωποι με τα χέρια στις τσέπες αδειάζουν το μυαλό τους από σκέψεις και το γεμίζουν αλκοόλ. Ανάβουν το ένα τσιγάρο μετά το άλλο γιατί δεν ξέρουν τι να κάνουν πια με τα χείλη και τα δάχτυλά τους. Στο δρόμο, ηλεκτρισμός στα σύρματα, από το ένα σπίτι στο άλλο. Από το ένα κορμί στο άλλο. Παρκαρισμένα αυτοκίνητα, παρκαρισμένες ζωές, μη με ξεχνάς, δεν σε ξεχνώ – αυτό είναι το πρόβλημα μου έτσι κι αλλιώς.

Πίσω στη Σαντορίνη. Χειμώνας στην έρημη Οία. Καφές με τρεις ζάχαρες, ζωή σκέτη. Τσιγάρα με φίλτρο, στριφτά. Ρακόμελα στην Άνω Γωνιά, φέτα ψητή με μέλι και σουσάμι. Σκεπτομορφές. Ο εξηντάρης με το βαμμένο μαλλί να κοιτάζει τις κοπέλες που συνοδεύει να κάνουν παιχνίδι. Και να χαμογελάει. Να μας σφίγει το χέρι. Όλο το βράδυ να μην έχει βγάλει το παλτό του. Και το γαμημένο το χαμόγελο να μη φεύγει από τα χείλη του. Ο κολλητός μου θα γίνει μπαμπάς. Κι εγώ. Ακόμα μεγαλώνω εμένα. Δύσκολο παιδί. Κλειστό, λιγομίλητο.

Αθήνα. Ρόμβης και Περικλέους. Ένα μπαρ που σερβίρει ο Τζεφ Μπρίτζες, ένας πεζόδρομος δίπλα στη λεωφόρο, μια στιγμή σε παύση δίπλα στη ζωή μας. Μια καμπάνα μας βγάζει από αυτό το παράλληλο σύμπαν. Όπως μπορεί ο καθένας συνεχίζει. Κάπου μακριά, οι ήχοι της πόλης και η βροχή που σβήνει στις στέγες των σπιτιών. Κάπου ακόμα πιο μακριά, εσύ.

Ιντερλούδιο στην Ευριπίδου. Ένας τύπος πλησιάζει. ‘’Μια γραμμή κόκα πήρα, μόνο μία. Έχω καιρό να πάρω και με πείραξε. Πληρώθηκα από τη δουλειά και πήγα και αγόρασα. Πατέρααααα. Φωνάζω σε ξένους στο δρόμο, περπατάω σχεδόν στα τέσσερα. Γιατί έκανες την εγχείρηση; (πάμε να φύγουμε από εδώ) Δεν είμαι καλά. Δεν ήθελα να πάρω, αλλά πήρα. Μια γραμμή μόνο. Πατέρααααααααααα. ΠΑΤΕΡΑ.  (συγνώμη που δεν έγινα ο γιος που ονειρεύτηκες) ‘’

 

Όταν βραδιάζει οι δρόμοι στην Αθήνα γίνονται κίτρινοι.  Ταξί περιμένουν στην πλατεία.  Άνθρωποι περιμένουν μια ολόκληρη ζωή. Τασάκια γεμίζουν, ποτήρια αδειάζουν. Και το χειρότερο απ’όλα. Η Νίκη είχε τόοοσο δίκιο. Spanking the poor dog’s ass, ‘’έχεις τίποτα να πιούμε;’’, και τι έγραφε η κονκάρδα; η απάντηση ήταν εκεί. (all the world needs is chocolate, multiple orgasms and peace). Ίσως όχι με αυτή τη σειρά. 




20090320

4:27




Κλείσε τα μάτια και ρίξε το κεφάλι σου πίσω, είχες τα πιο όμορφα μαλλιά που έχω δει ποτέ πάνω σε μαξιλάρι, κανένας δρόμος δε σε χωρά και κανένας ποτέ δεν σε έβγαλε πουθενά, το λεωφορείο που έρχεται είναι το σινιάλο για τις μέρες που χάσαμε, τα δέντρα που ασφυκτιούν στα πεζοδρόμια,το σπέρμα που στεγνώνει στα σεντόνια, τα φιλιά που σάπισαν περιμένοντας τα χείλη να συναντηθούν, η ρωγμή στον καθρέφτη και στα μάτια μας, μου λείπεις, κι εμένα μου λείπω


Που είναι οι φίλοι απόψε που η βροχή κράτησε τόσο πολύ, που είναι ένα εισιτήριο για παντού, να μη λήγει ποτέ, ένα μπουκάλι με μαύρο γάλα, μια απόδειξη για τα χρόνια που ξόδεψα, μια γυάλα με χρυσόψαρα ή έστω, μια μνήμη τριών δευτερολέπτων


Να φορέσεις το μπλε σου φόρεμα και να έρθεις να κατεβούμε μαζί τα σκαλιά, προς την παραλία με τη μαύρη άμμο και τα αλμυρά όνειρα, δεν έχω όνομα να σου δώσω απόψε κι η ψυχή μου πιάστηκε από ένα τραγούδι, δε θα με καταλάβαινε κανείς αν δεν υπήρχες εσύ, δεν θα έβγαζε νόημα η ζωή χωρίς την πικρή γεύση των ονείρων κάθε πρωί στο στόμα μας, όπως δεν θα έβγάζε νόημα το χάραμα δίχως αυτό το μπλε φως της νοσταλγίας.


Βία στη βία του έρωτα.





20090313

Over saturation



Τι ήρθατε εδώ να δείτε απόψε;

 

Παραμύθια κι αλήθειες λέω, ναι, είμαι κι εγώ σχεδόν σαν κι εσάς.

Πονάω κι εγώ, έχω τις καλές μου στιγμές και τις όχι και τόσο καλές και τις χάλια και τις μαγικές.

Είμαι τέρας και δαγκώνω, είμαι άνθρωπος και ματώνω αν με κόψεις.

Από όλα όσα έχασα, μου λείπει ο εαυτός μου ο παιδικός.

Και ο πιο δυστυχισμένος είναι αυτός που δεν μπορεί να εκφραστεί.

 

Λειβαδίτη, Σαχτούρη, Rimbau, ΆνΝα, Ασλάνογλου, ΜαρίαΠουΔεΣεΛένεΜαρία, Ελύτη, Καψάλη, Enki Bilal, κάπου στη διαδρομή δανείστηκα το ύφος σας για να μιλήσω.

 

Portsmouth. Southampton. Malaga. Bay of Biscay. Gibraltar. Ingolstadt. Hamburg. Buxtehude. Cagliari. Messina. Σέρρες. Κιλκίς. Θεσσαλονίκη. Σύρος. Ύδρα. Αίγινα. Ναύπλιο. Λεωνίδιο. Δελφοί. Άμφισσα. Πάρος. Αντίπαρος. Σάμος. Αθήνα. Πειραιάς. Σπέτσες. Μαντούδι. Χαλκίδα. Προκόπι. Άγιος Κωνσταντίνος. Πάτρα. Χαλκιδική. Ουρανούπολη. Άγιον Όρος. Άρτα. Σαλαμίνα. Πόρος. Σαντορίνη. Πύλος. Βόλος. Ρόδος. Χιλιαδού. Βέροια.

 

Βιβή, Ελευθερία, Βίκυ, Άννα, Χαρά, Ντίνα, Ιλένια, Χρυσάνθη, Μαριάνθη, Κατερίνα, Κωνσταντίνα, Αλεξάνδρα, Μαρία, Λίνα, Άντζη, Ιωάννα. Δεν μου χρωστάτε και δε σας χρωστώ τίποτα.  Ίσως να σας χρωστάω μια συγνώμη, αλλά αν την έλεγα θα σήμαινε ότι μετανιώνω και αυτό δεν είναι αλήθεια.

 

Έφτασα μακριά, μόνος, με φίλους,  με φίλες, με ερωμένες, με τον γάτο μου, με τον αδερφό μου, με άγνωστους που μοιραστήκαμε ίδια βαγόνια και ίδια κτελ, τις ίδιες εθνικες και τα ίδια καράβια, τα ίδια αεροδρόμια.

 

Παραμύθια κι αλήθειες λέω, ναι. 

Δεν έμαθα τίποτα, δεν κράτησα κάτι παρά μόνο στίχους φωτογραφίες και μουσικές, ξεχνάω τα σημαντικά και θυμάμαι λεπτομέρειες, δεν μετάνιωσα, έφυγα και γύρισα ξανά. Χάθηκα και ξαναβρήκα το δρόμο.

 

 

 

Κι από όλα όσα είδα, περισσότερο μου άρεσες εσύ.

Κι από όλα όσα έχασα, μου λείπει ο εαυτός μου.

 

 

Ναι, είμαι κι εγώ σχεδόν σαν κι εσάς.

 

 

20090228

5.19

''Όλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ’ τον εαυτό τους,
δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε
σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι,
βγάλανε μια κραυγή,
σαν ναυαγοί, που, λίγο πριν ξεψυχήσουν, θαρρούν πως βλέπουν φώτα,
κάπου μακριά.
Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους σα δυο μεγάλα ψαροκόκκαλα
ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωινού.''





Έρωτας (απόσπασμα)
Τάσος Λειβαδίτης

20090129

Σημειώσεις σε μια χαρτοπετσέτα στο The Bad Karma Cafe




Σήμερα θα γράψω κάτι χαρούμενο. Κάτι χαρούμενο. Κι ας μην ενδιαφέρει κανέναν. Ούτε εμένα. Σημασία έχει να γράψω κάτι χαρουμενο. Ποτέ κανείς δεν διαβάζει αυτά που γράφονται γι' αυτόν. Κι αν τα διαβάσει σπάνια τα καταλαβαίνει. Κι αν τα καταλάβει, ποτέ δεν κάνει κάτι γι' αυτό. Οπότε θα γράψω κάτι χαρούμενο για την πάρτη μου.

Το δουλεύω ακόμα.

Ξυπνάω και θέλω να κοιμηθώ κι άλλο. Ξαπλώνω και δεν κλείνει το μάτι. Φτιάχνω καφέ και απομένω να τον κοιτάζω. Μαγειρεύω και μετά τα πετάω. Αγοράζω ένα βιβλίο, ένα δίσκο, και μαζεύουν σκόνη. Όταν ανοίγω την τηλεόραση, αλλάζω συνέχεια κανάλια. Ξεκινάω να πω κάτι σημαντικό και καταλήγω να πω μαλακίες, όπως για παράδειγμα τώρα. Τι ανάποδος άνθρωπος. 

Όταν λέω μαλακίες με προσέχουν περισσότερο οι άνθρωποι. Το ίδιο και όταν φωναζω. Όταν μιλάω χαμηλόφωνα κανείς δεν δίνει σημασία. Δεν προσέχουμε κάποιον παρά μόνο όταν φτάσει στα άκρα. Ένας φίλος μου είπε χθες  - θέλω να κλάψω και δεν μπορώ. Κι εγώ σκέφτηκα ότι κάπως έτσι είναι να φτάνεις στα άκρα. Να μαζεύεις δάκρυα και κάποια στιγμή να κλαις ή να πνίγεσαι. Είναι και τα δύο λυτρωτικά. 



Αυτό το κείμενο δεν είναι για σας. Δεν είναι για μένα. Είναι περισσότερο για τα άπλυτα πιάτα στην κουζίνα μου. Για τα ρούχα μου στο πάτωμα. Για τα καλώδια που έχουν γεμίσει το σπίτι. Για το γάτο μου που με κουτουλάει για να μου δείξει ότι μ' αγαπάει. Είναι για τους φίλους που βολεύτηκαν και φοβάμαι πια να τους μιλήσω όπως τους μιλούσα παλιά. Είναι για τους φίλους που δεν βολεύτηκαν και παραμένουν ρεμάλια σαν κι εμένα, αλλά έχω να τους δω καιρό και κάθε μέρα που περνάει είναι και πιο δύσκολο να σηκώσω το τηλέφωνο. Είναι για τους φίλους που κάποτε ήταν φίλοι αλλά πλέον δεν είναι, γιατί τους συναντώ και απλά κουνάμε το κεφάλι - δεν κάνουν έτσι οι φίλοι, σωστά; (ή μήπως έτσι κάνουν). Είναι για όλα όσα συμβαίνουν καθημερινά χωρίς κανένα λόγο. Είναι γιατί δεν αντέχω να βλέπω όσα έχω γράψει πιο παλιά για πολύ καιρό. 



Είναι τα φώτα που μας κρύβουν πιο καλά. Είναι ανάμεσα σε ανθρώπους που αισθανόμαστε πιο μόνοι. Είναι που χαμογελάμε για να δείξουμε πόσο απελπισμένοι είμαστε. Είναι που πηδιόμαστε σαν ζώα γιατί φοβόμαστε να κάνουμε έρωτα. Είναι η σιωπή που φοβόμαστε γι' αυτό γεμίζουμε το χώρο φωνές, γέλια, μουσική. Είναι που δεν εκτιμούμε κάτι παρά μόνο όταν το χάσουμε. Είναι που κάποιες φορές νομίζεις ότι χαιδεύεις ένα σώμα αλλά είναι η μοναξιά που αγγίζεις γιατί είναι ψηλαφιστή. Είναι η μύτη μας που ανοίγει για να φεύγει το τρελό το αίμα


Είναι όλα αυτά τα σκουπίδια που γράφω. Γιατί απλά είναι ευκολότερο να γράφεις για κάτι.

Αντί να το κάνεις. 





Υ.Γ. Μόνο Για Σένα: Συγχώρα με που μερικές φορές χάνομαι. Δεν είναι πως σε ξεχνώ. Είναι που θυμάμαι. Πως πρέπει κι εγώ να ζήσω για λίγο. Κάπως