20151222

Supertrees



Νικόλαε, μεσουράνησε ο ήλιος κι εσύ σκέφτεσαι ακόμα φωτάκια και νανουρίσματα, με αναγκάζεις ξανά χριστουγεννιάτικα να μιλήσω για πράγματα καλοκαιρινά, άφησε λίγο το βιβλίο και αναλογίσου τη σημασία του να σε δείχνουν οι καθρέφτες όπως θα έπρεπε να ήσουν (όλα αυτά που είπες), μεγαλοπρεπή και νόστιμο και δίχως σάλια στο μαξιλάρι, σου είπε κανείς πως λίγο χαμηλότερα και λίγο πιο αριστερά από εδώ έπιασε ήδη να νυχτώνει; όχι; οι βρεγμένες πατημασιές σου στο πάτωμα το έκαναν δικό σου για λίγο.

~

Μετά ήρθαν τα πουλιά και οι χειραψίες και οι άγγελοι από γύψο, εσύ πάλι επιμένεις να καπνίζεις που και που κανένα τσιγάρο και να ακούς παράξενες μουσικές, γέμισες τις μέρες σου ευχάριστες συζητήσεις και αγορές και φιλιά, τι παράξενο όνειρο κι αυτό με τα παπούτσια, τα είχαν κάνει λέει φωλιές τους τα πουλιά (όλα αυτά που είπες) και δεν σου τα έδιναν και βγήκες να τη βρεις ξυπόλητος και ακατανόητος, καμία έκπληξη μέχρι εδώ.

~

Εντάξει λοιπόν, σε αφήνω να προχωρήσεις (όλα αυτά που είπες), να θυμάσαι μόνο τι ωραίες βαλίτσες είχες και πόσο λίγο ταξίδεψες, πόσα λίγα γνώριζες και πόσο πολύ μίλησες, μην απογοητεύεσαι όμως, η ζωή σου γεμίζει τις τσέπες κλειδιά και το μόνο που θα έχεις να κάνεις είναι να θυμηθείς σε ποιον είπες τις αλήθειες σου


(όταν δεν υπήρχε κανείς να σε ακούσει).






20150726

Λίγο λίγο




Έεεεε
Λίγο λίγο χάνεται ο ήλιος στον ορίζοντα 
ντροπαλά μου χτυπούν οι άγνωστοι την πόρτα
δε θέλω να ανοίξω μα ανοίγω
μπαίνει ένας προφανώς τρελός
με καπέλο καπετάνιου
εεεε καπετάνιε
πες μου, πότε σαλπάρει το πλοίο σου
χρειάζεσαι χέρια στο κατάστρωμα
θα ερχόμουν αλλά με ζαλίζει η θάλασσα
το ανελέητο πήγαινέλα των κυμάτων 
όλες αυτές οι ψαλμωδίες στο βυθό
και εεεε μαχαίρι είναι αυτό στο χέρι σου
λίγο λίγο κόψε με
να προλάβω να πω τη προσευχή μου
και τα ονόματα όσων αδίκησα.





Ανακούφιση




Οι περισσότεροι δεν έχουμε ιδέα τι να κάνουμε 
με τόση αγάπη μέσα μας, όλοι όμως γνωρίζουμε ακριβώς 
πώς δουλεύονται τα νύχια, πώς δαγκώνουν τα δόντια, 
τι γεύση έχει το αίμα.






Ερωτικό κάλεσμα




Στένεψαν όσα με περιβάλλουν και πλέον τα καλοκαίρια μου πετσόκοψαν τα χέρια, αιχμηρά τα στάχυα και απρόσιτες οι εκκλησίες, θα με έδινα ρε, οποιαδήποτε Δευτέρα, θα με έδινα με μοναδικό αντάλλαγμα ένα όχι και τόσο τσαλακωμένο καπέλο, συνήθως δε βάφομαι καθόλου αλλά σήμερα λίγο μπλε στα χείλη θα βοηθούσε τον κόσμο να καταλάβει πως δεν αστειεύομαι, ο άνεμος λοιπόν σε φυσούσε με τέτοιο τρόπο που δε βρήκα τίποτα να πω, όλα ήταν ήσυχα και παράξενα, σαν να μη καθάριζε λέει η μητέρα συχνά και να είχαν φυτρώσει λουλούδια στο σαλόνι, κάτι έπρεπε οπωσδήποτε να ειπωθεί για όλα αυτά, έκλεισα τα μάτια, έτριξα τα δόντια μου, μαζεύτηκαν όλοι στη γωνία τρομαγμένοι, δεν κατάλαβαν το ερωτικό μου κάλεσμα, κανείς δεν είπε τίποτα τελικά, ο κόσμος όμως ξεχνάει και αλλάζουν λίγο τα πράγματα μέσα μας, θα τα θυμούνται μετά και θα γελούν, και λίγα χρόνια αργότερα θα λένε ''ποιος Νίκος;'' , αφού τίποτα δεν ειπώθηκε τότε που έπρεπε.




20150524

Νέα δεν έχω να σου πω, μόνο τα παλιά, ντυμένα αλλιώς.





Με πλησίασες με τα πέπλα σου να ανεμίζουν, με τη σιγουριά μιας κατολίσθησης, χαμογέλασες που με είδες, κι ήταν το χαμόγελο σου το χαμόγελο τεσσάρων γυναικών, όχι, δε θα χρειαστεί να πεθάνει κανένας απόψε για να καταλάβεις τι εννοώ, ο χρόνος είναι μια πολυτέλεια που δεν έχω, άλλο ταλέντο δεν έχω πέρα από τη βαθιά νοσταλγία κι έναν
λανθασμένο τρόπο να ονειρεύομαι και αυτά τα φτωχά ταλέντα μου δεν αρκούν για να ονομάζομαι άνθρωπος, έλα λοιπόν ξανά καλοκαίρι με τα τζιτζίκια σου και την καυτή άσφαλτο, η σειρά σου, πες κι εσύ πως ήρθες για να μείνεις για πάντα, δε σου μιλώ γιατί θα μου φύγει ο ύπνος, δε σε κοιτώ γιατί θα θυμηθώ από που σε ξέρω, κλειστή στροφή, γυαλίζουν οι λαμαρίνες των αυτοκινήτων, καπνίζω με κλειστά παράθυρα και σκέφτομαι που υποσχεθήκαμε μικροί να ξεκινήσουμε μια φωτιά που θα καίει για πάντα, για πες μου λοιπόν εσύ με τα μάτια σου τα μεγάλα, πόσο μακριά θα φτάσω με βήμα αβέβαιο, μήπως να πιώ λίγο περισσότερο, μήπως να προσευχηθώ να δείξω στο σύμπαν πόσο σε θέλω, κλαίει ο ρόμπερτ σμιθ, βουρκώνω κι εγώ, έτσι στάζει η δική του βρύση, έτσι στάζει κι η δική μου, υγρασία, βουβή ζέστη, κολλάει πάνω μου το μπλουζάκι και τα αδιάκριτα βλέμματα του κόσμου, κατεβάζω ταχύτητα και προσπερνώ να τους αφήσω όλους πίσω, μουγκρίζει η μηχανή, τόσα χρόνια τίποτα δεν έμαθα, για ένα μονάχα είμαι σίγουρος, όσο και να προσπαθούμε να το αποφύγουμε με χαμηλωμένα βλέμματα και υπεκφυγές και περιστασιακά μεθύσια,
στο τέλος κάποιος θα πληρώσει για όλη αυτή τη γαμημένη τη λιακάδα.