20140522

Lame excuse



Έχω να καθαρίσω το σπίτι δέκα μέρες. Κοιμάμαι βαθιά και ξυπνώ πολλές φορές διψώντας. Ονειρεύομαι ταξίδια ενώ στην καρδιά μου υπάρχουν ακόμα μέρη που δεν έχω επισκεφθεί. Ο καθένας μας ζητάει και παίρνει κάτι διαφορετικό από μια νύχτα, από ένα τσιγαρόχαρτο και από ένα ποτό. Τόση θλίψη με το ζόρι χωρούσε σε ένα βλέμμα. Στο τέλος ήθελα να σταθώ κι εγώ στην πόρτα και να καληνυχτίσω, αλλά δεν το έκανα. Εκείνο το βράδυ είχε πολύ υγρασία. Τα φυτά οργίαζαν, καταπράσινα. Πριν από τις λέξεις πως εξηγούσαμε τι μας πνίγει; Πες μου, όταν σε ξαναδώ, από τι να σε γνωρίσω πρώτα; Ξέρεις, με τυραννάει η ομορφιά του κόσμου. Για κάποιο λόγο με αποφεύγουν τα κουνούπια και τα όνειρα, και το νερό έχει μνήμη, ας λένε οι άνθρωποι ότι θέλουν. Πήρα το τρένο με τα γρατζουνισμένα παράθυρα. Δεν ξέρω που θα φτάσω, μα αυτός ο ήλιος κάτι μου θυμίζει. Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω την απέθαντη αγένεια και τα κόκαλα των παλιών πολυκατοικιών και τους ανθρώπους να κρύβουν τα μάτια τους. Με προσβάλλουν τα όνειρα μου για απεραντοσύνη κ η φτηνή μου πραγματικότητα. Η ζωή έχει το ύπουλο πλησίασμα της γάτας, τη γοητεία της κίνησης του φιδιού και τη γεύση ενός φιλιού που δεν το έδωσες όπως και όταν ήθελες. 


Το πρωί που ξύπνησα είχα δυο τρύπες στο πλευρό μου, σαν κάποιος να με πιρούνησε και να πήγε να με φάει.