20081221

Little Death Sequence





Με επηρεάζεις. Με επηρεάζεις πολύ. Περνούν οι κινήσεις σου, οι αντιδράσεις σου στο υποσυνείδητό μου και δεν το καταλαβαίνω εγκαίρως. Κάθε μέρα σε ερωτεύομαι περισσότερο. Θέλω να ξέρω ποιό είναι το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό όταν ξυπνάς. Θέλω να ξέρω τι σκέφτεσαι και πώς νιώθεις όταν τελειώνεις. Τι νιώθεις όταν σε αγγίζει κάποιος; Αγάπη. Λέξη καραμέλα. Πάντοτε, ποτέ, λέξεις καραμέλες. Τις ακουμπάς στη γλώσσα σου, στριφογυρίζουν στο στόμα και μετά από λίγο λιώνουν. Μένουν τα συναισθήματα, οι αναμνήσεις, τα αγγίγματα, αυτά που δεν έγιναν και αυτά που θα γίνουν να σε φέρνουν κοντά.

Πίστεψε με. Δεν με πιστεύεις. Παγιδευμένοι στον μικρόκοσμό μας, μόλις που βλέπουμε λίγο μακρύτερα από τη μύτη μας. Πίστεψε κάθε μου λέξη. Για λίγο, έτσι γι’ αλλαγή. Όταν πονάω δεν λέω ψέμματα. Μάλωσε μαζί μου. Δες με πραγματικά όπως είμαι. Θύμωσε μαζί μου, μέχρι να κοκκινίσουν τα αυτιά σου και οι ρίζες των μαλλιών σου.

Έλα μαζί μου στο κρύο για ένα τσιγάρο. Εσύ θα φοράς το παλτό σου και θα κρυώνεις ακόμα αλλά δεν θα το λες και εγώ θα κρυώνω αλλά δεν θα με νοιάζει. Για πέντε λεπτά, να μη χτυπάει κανένα τηλέφωνο. Να μας κοιτάει ο κόσμος και μετά να μας ξεχνάει. Να μη μας ζητήσει κανείς και να μη ζητήσουμε κανέναν άλλο. Δεν θέλω κανέναν άλλο πια. Μόνο εσένα και εμένα. Μόνο εσένα και εμένα.

Θέλω να σε δω γυμνή και να μη σε αγγίζω για ώρα. Μόνο να σε κοιτάω. Μετά να με φιλήσεις μέχρι να λιώσουν τα χείλια μας. Να γίνουμε
κάτικαινούργιο. Έχεις δει ποτέ χείλια να λιώνουν; Ανθρώπους μήπως; Καρδιές που λιώνουν σαν το χιόνι ένα κρύο πρωινό του Φλεβάρη; Μπορούν να λιώσουν οι καρδίες μας ξέρεις, να φτιάξουν κι αυτές κάτικαινούργιο. Κάτιόμορφο. Όχι δικό σου και δικό μου, κάτιδικόμας. Κάτιχωρίςαλλά ή ίσως κάτιαληθινό
.

Θα μπορούσα να σε ξεχωρίσω ανάμεσα σε ένα πλήθος διαφορετικών ανθρώπων. Να σε βρω σε ένα σκοτεινό δωμάτιο μόνο από τη μυρωδιά σου. Στο κενό διάστημα ανάμεσα στις μέρες και τις νύχτες μου μακριά σου, μόνο από τον τρόπο που χαμηλώνεις το βλέμμα – από το ελαφρύ τρέμουλο του χεριού σου.

Εκείνο το μοναδικό βράδυ που ο έρωτας ήταν ψηλαφιστός, ξεγέλασα τους δαίμονές μου και σε πλησίασα όσο πιο κοντά μπορούσα. Θέλω να με καταλάβεις. Προσπάθησε να με καταλάβεις. Είμαι κουρασμένος, νυστάζω και κρυώνω. Γίνε απόψε κάτι ψηλαφιστό. Απόψε που φοβάμαι, ένα ζεστό σώμα δίπλα μου. Άγγιξέ με, δάγκωσε, χάραξέ με. Αρκεί να είσαι εδώ.


Πες μου την πιο κρυφή σου φαντασίωση. Τι σε ερεθίζει περισσότερο. Πες μου τι σκέφτεσαι το βράδυ πριν κλείσεις τα μάτια σου. Όταν βρίσκεσαι ανάμεσα σε εκατοντάδες ξένους και σε σπρώχνουν, τι θα ήθελες να είσαι; Πες μου πως φαντάζεσαι τα σπίτι σου και τι όνομα θέλεις να έχει η κόρη που θα κάνεις.


Την δική μου κόρη θα την λένε Νοσταλγία.










20081219

Ψ υ χ ο γ ε ω γ ρ α φ ί α

Αν έρθεις να με βρεις το βράδυ
να αφήσεις κάτι δικό σου πριν φύγεις
κάτω από τα σκεπάσματα οι θεοί δεν δείχνουν και τόση κατανόηση
και εγώ θα χρειαστώ κάτι παραπάνω για να βγάλω τη νύχτα απόψε

η πόλη είναι γεμάτη ανθρώπους αλλά κανένας δεν είναι εσύ
όσα δεν είπαμε και όσα δεν κάναμε τα νιώθω κάτω από το δέρμα μου
όσα συμβαίνουν εδώ, λίγο πιο κάτω ή μέσα μας
οι συγνώμες είναι για όσους μετανιώνουν
τα λάθη στις γιορτές είναι κάπως διαφορετικά
τα πάντα στο δωμάτιο είναι κίτρινα και το τελευταίο τσιγάρο δεν ανάβει
και τα παιδιά, όσο και να τα φοβίζεις, κάποια στιγμή μεγαλώνουν.

20081201

Human Soul Canvas












Οι Κυριακές τα μεσημέρια έχουν μια γεύση δηλητήριο, με τον πατέρα να μιλάει για ταξίδια εξωτικά και τη μητέρα να πλένει τα πιάτα αμίλητη, όλο το σπίτι να μυρίζει φαγητό και στο τζάκι να καίγονται οι άλλες ζωές, οι παράφορες, που δεν τολμήσαμε να ζήσουμε. Τηλέφωνα σε συγγενείς, ναι, η θεία πάει λίγο καλύτερα, να τον χαίρεστε, να σας ζήσει, τα δώρα, το γλυκό της μητέρας και η αγάπη στα μάτια της.


Τα απογεύματα της Κυριακής με το φως του ήλιου να τα δείχνει όλα σαν ταινία, με τους οδηγούς βαριεστημένα να περιμένουν στο φανάρι, στο ράδιο το σωστό τραγούδι τη λάθος ώρα και πριν στρίψεις την τελευταιά στροφή για το σπίτι, προλαβαίνεις να ανάψεις ένα ακόμη τσιγάρο.



Οι φίλοι οι παλιοί αλλά όχι οι παιδικοί που μεγάλωσαν κι αυτοί, πλέον μιλάνε για δουλειές και αυτοκίνητα και για καινούργια αφεντικά, εσύ στρίβεις το τσιγάρο σου και γνέφεις ναι με το κεφάλι όταν σε ρωτούν αν θέλεις δεύτερο ποτό.



Η θήκη σκίστηκε, τα σπίρτα σου τελειώνουν, τα παλιά τραγούδια ακούγονται ξανά αλλά μόλις που τα προσέχουν κι εκείνη δεν είναι εκεί, εκείνη είναι το φιλί που δεν έδωσες όταν έπρεπε, το ναι που δεν είπες όταν το ήθελες, το μείνε που σου είπε κι εσύ δεν το δέχτηκες, από καλοσύνη, από σεβασμό, από μαλακία, από έρωτα βαρύ, πηχτό σαν αίμα που μαζεύεται δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια, πνιγμένο στα δάκρυα.






Χριστούγεννα ξανά. Στην ίδια πόλη. Είμαστε άλλοι, ζούμε άλλων ανθρώπων τις ζωές, ένα παιχνίδι είναι όλα αυτά, δεν μας νοιάζει να πεθάνουμε, γιατί οι πραγματικοί μας εαυτοί ξεχάστηκαν ένα κρύο βράδυ σε κάποιο ήσυχο δωμάτιο νοσοκομείου
μερικά εκατομμύρια χρόνια πριν
αμέτρητα χιλιόμετρα μακριά.