20131003

Doghouse Blues







Συννέφιασε μα δεν έχω ρούχα να μαζέψω, λύγισαν τα ράφια από τα βιβλία, το τσιγάρο βράχηκε και οι πόρτες ανοιχτές σε πείσμα του καιρού, το Όνειρο τρελαίνεται ξαφνικά και τρέχει γύρω στο δωμάτιο, τα κορδόνια μπλέχτηκαν μεταξύ τους, αργά το βράδυ στο φως του ψυγείου φαίνονται όλα λίγο εξωπραγματικά, βγήκα στο μπαλκόνι να πάρω μια βαθιά ανάσα, ξύπνησα το πρωί και θυμήθηκα πως μυρίζει το play doh, τραγικά όμορφα, μη με αφήσεις να ξεχάσω τη δική σου μυρωδιά, μη με αφήσεις να ξεχάσω, μη με αφήσεις.

*

Στάσιμα τα νερά στον δρόμο και τα σταράκια δεν είναι αδιάβροχα, η καρδιά δεν είναι αλεξίσφαιρη, τα όνειρα τα στραγγαλίζουν όταν είναι νωρίς το πρωί γιατί μετά έχεις πρόβλημα, νυχτώνει πια νωρίς, καλύτερα νομίζω γιατί όλοι έχουν κάτι να κρύψουν κι ας φοβούνται το σκοτάδι, μα σκάψε κι εσύ επιτέλους πιο βαθιά την τρύπα, που να χωρέσουν τόσα όνειρα τόσο ρηχά στη γη.

*

Σώπα, έχω και κάτι χαρούμενο να σου πω. Όταν πλησιάζει εκείνη η ώρα της νύχτας που όλα κρατάνε την ανάσα τους και ξυπνάς για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, σαν κάποιος να σου ψιθύρισε στο αυτί ένα όνομα, σαν κάτι να κλώτσησε μέσα σου, κάποιος περπατάει ξυπόλητος στο μυαλό σου, λιτά και δωρικά και με ρυθμό πέφτουν τα χτυπήματα, όχι πως δεν μπορώ να εκτιμήσω ένα καλό αστείο αλλά καμιά φορά μπορεί μια ανάμνηση μια γεύση ακόμα και μια τρίχα από τα μαλλιά σου να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις, πες μου σε παρακαλώ τι κοινό έχει η ψυχή μου και το σιφόνι του νεροχύτη, τώρα που πέφτουν τα κάστρα μου ένα ένα και οι καμπύλες των κουταλιών μου θυμίζουν το σώμα σου δώσε μου κάτι να πιαστώ, ένα χαμόγελο μόνο για εμένα ή έστω ένα φιλί στο μάγουλο, σύντομο σαν μαχαίρωμα σε τηλεφωνικό θάλαμο.

*

Τυχερά τα πλοία κι ας βιάζονται να φτάσουν κάπου, τι νόημα έχουν όμως όλα αυτά αφού οι μελανιές επιμένουν και ο Οκτώβρης δίνει τις μέρες του αργά, αφήσαμε πίσω τα ιδρωμένα σεντόνια του καλοκαιριού, ήρθε η ώρα να δούμε αν βγαίνουν οι χρησμοί αληθινοί, με ερεθίζει η φωνή σου και ζηλεύω όσους ξέρουν να δένουν κόμπους ναυτικούς, ωραία η μέρα σήμερα μα δεν είχε αγκαλιά, ωραία πέφτουν και τα μαλλιά στους ώμους σου μα μετά κάτι με σφίγγει στο στομάχι. Να σου πω. Το χαρούμενο που λέγαμε, το ξέχασα.