20130924

Ξεχνούν τα ποτάμια ρε;





Γλιστρούν τα σκαλοπάτια από τα χρόνια, τόσο καθαρή η βιτρίνα που χτύπησα το κεφάλι μου ως συνήθως, ο σκύλος περιμένει να τον λύσουν για να τρέξει, οι πλατείες γεμάτες κόσμο το σούρουπο, η εθνική μονή λωρίδα, φωτάκια και έργα μια ζωή, το τσιγάρο σπιθίζει στο παράθυρο.

~

Τα φώτα των αυτοκινήτων με τυφλώνουν. Ωραίο το φαρμακείο, ωραία και η Γερμανία, η Φρανκφούρτη είναι δυο ώρες από το Παρίσι, τι αγχώνεσαι, οι φίλοι σκορπισμένοι και άντε να τους εξηγήσεις για την αγωνία και τη λαχτάρα και την απογοήτευση και το θυμό και την κατανόηση και για το θάνατο της ελπίδας που πίστευα πως θα ήταν απελευθερωτικός αλλά δεν ήταν, δεν έκανα καλά που ήρθα αλλά ήρθα, ακόμα κι αν ήταν μόνο για να πω συγνώμη.

~

Στο φλιτζάνι φάνηκε ένας καβαλάρης, o Μάνσον, μια πάπια και ένας βασιλιάς. Μετά φταίω εγώ που δεν βγάζω νόημα σε τίποτα πια. Μη μου μιλάς λοιπόν για χρόνια ευτυχισμένα, για τον Νταλί, τον Λούβρο και τη Μονμάρτη, για νηπιαγωγούς – κλόουν με καθαρά μάτια, για επιτηρήσεις, για λουλούδια που δεν φύτρωσαν ακόμη, για γιατρούς και για τη νοηματική και για το τέλος του δρόμου που πρέπει να κάνω δεξιά, θέλεις να σου πω που σε βγάζει αν κάνεις αριστερά;











~


Υ.Γ. Στην Κωνσταντίνα για το μάθημα ζωής, στον Ακατανόμαστο που έδωσε ρέστα παρόλο που έλειπε και στη Βλασία, που μίλησε λιγότερο μα είπε τα περισσότερα από όλους μας.