20131210

Φτάνει;





Πλήθυναν οι σαύρες στην αυλή μου και δάγκωσα τα χείλη μου με τρόπο ανεπανόρθωτο, έκανα ότι μπορούσα να σώσω τη ψυχή μου αλλά πως να παραβγούμε στην υπερβολή με μόνο δύο χέρια και μια θάλασσα ανατριχιασμένη, γέμισα λοιπόν όλο αυτοπεποίθηση το στόμα μου σαλιγκάρια και έπιασα να συλλαβίζω το όνομα σου σε όσες γλώσσες γνωρίζω, ένα μυστήριο αυτό το σώμα μου και το φεγγάρι που ανέτειλε χθες δεν μιλούσε καθόλου, κι εσύ καθρέφτη μη με πικραίνεις άλλο, δείξε μας για μια φορά όπως πραγματικά είμαστε, ένδοξοι και ανήσυχοι και με μια λαχτάρα στα χείλη, βάλε λοιπόν απόψε τα πιο όμορφα τακούνια σου κι έλα να χαράξουμε όσα μωσαϊκά μπορούμε μέχρι να ζαλιστούμε, οι άγγελοι, το είδες κι εσύ, κρέμασαν τα φτερά τους και γυρνούν στα τραπέζια χαιρετώντας τον κόσμο σιωπηλοί, ύστερα που θα νυχτώσει μη χαθείς, ο άνεμος το χειμώνα δεν δείχνει οίκτο και όπως και να στριμώξω τα παπλώματα μου απόψε δε πετυχαίνω το σχήμα του κορμιού σου.