Χάθηκα στα στενά
της πόλης που γεννήθηκα, γυρίζουν οι ώρες στο ρολόι, με πιάνει ίλιγγος, οι τοίχοι
έρχονται κοντά, μετά απομακρύνονται, φώτα ανάβουν και σβήνουν στα παράθυρα,κουρτίνες
ανοίγουν και κλείνουν, άνθρωποι πλησιάζουν και απομακρύνονται, σκέψεις
σαρκοφάγες δαγκώνουν όπου βρουν, ατίθασα χέρια κάνουν τα δικά τους, τα πόδια
μου διαμαρτύρονται στις σκάλες, τα χείλη σφίγγουν όταν δεν λένε αυτά που
θέλουν, τι ζωή, όλο πρέπει και μη, κάποιος να πατήσει παύση, πρέπει να μπουν οι
σκέψεις σε μια σειρά, να πάλι το πρέπει, καταραμένες λεπτομέρειες παντού, στις
κινήσεις, στην επιλογή των λέξεων, στα ρούχα, στο βλέμμα, δεν γλιτώνεις από
πουθενά, ξημερώνει και πάλι τα ίδια, ζωή σε λούπα, σαν ταξίδι με τρένο, ξεκινάς
και φτάνεις, κοιμάσαι λίγο στο ενδιάμεσο, κάτι βλέπεις στα γρήγορα από το
παράθυρο και τέλος, άλλο ήθελα να πω αλλά πολύ φως ρε φίλε, πολύ ομορφιά, δεν
βγαίνουν οι λέξεις έτσι, όταν πρέπει, και όταν δεν πρέπει φέρνουν καταστροφή, έχει
ποτίσει το σκοτάδι μέσα μας και αυτή η μάχη φαίνεται χαμένη, καλύτερα να μην ξέρεις τελικά, όχι περίμενε, καλύτερα
να ξέρεις, είμαι κυκλοθυμική που έλεγε μια φίλη, όχι δεν είμαι, γελούσαμε
εμείς, πού να ξέραμε τότε πόσο δίκιο είχε, το νερό πολύ κρύο ή πολύ ζεστό, τίποτα
δεν ευχαριστεί τους ανθρώπους, ο καφές όχι ακριβώς όπως πρέπει, εμείς όχι
ακριβώς όπως πρέπει, το είπα πάλι,να σου πω, θα κάνουμε μια συμφωνία, δεν θα
ξαναπώ πρέπει αν κάνεις κάτι να σε ξεχάσω εδώ και τώρα ή κάτι να χαρακτείς μέσα
μου εδώ και τώρα, εδώ και τώρα λέω, όχι αύριο, όχι σε μια ώρα αλλά εδώ και τώρα, ας ζήσουμε επιτέλους
για το σήμερα, όχι άλλα σχέδια, θάνατος στα σχέδια και στα ημερολόγια, δεν υπάρχει
αύριο, δεν θυμάμαι τι έγινε πριν, αλλιώς ξανασυμβαίνουν έτσι κι αλλιώς όλα μέσα
μας, καλύτερα ή χειρότερα αλλά ποτέ ίδια, διαφορετικά ερμηνεύουμε τη ζωή, διαφορετικά
μας ερμηνεύει κι εκείνη, δίψασα, κοιτάζω το Όνειρο και προσπαθώ να μάθω να ζω
απλά, τα καταφέρνω για λίγο, μετά κοιτάζω τι έγραψα και λέω βάλε μια τελεία
κάπου, εδώ είναι καλά.