Θα έρθει μια εποχή,
θα το δεις, που όλα θα είναι λίγο πιο εύκολα, θα φτιάχνουν τους ανθρώπους από
ξύλο και μπαχαρικά, θα τους αναγνωρίζεις από τα στίγματα στα χέρια, θα
καταλήξουν να λατρεύουν τις παλίρροιες μέσα σε παλιά μπαρ, γεμάτα νεανικές
φωνές και αίμα σπουργιτιών, με άφωνα καπέλα στις γωνίες και φυτά ταχύτατα στη
μοναξιά τους, θα μάθουν να μη λένε ψέματα στο ασήμι, να μην τρέχουν να κρυφτούν
από τη βροχή.
-------------------------
Το αδίστακτο φως των
ξεχασμένων ονομάτων μόνο εσύ θα μπορούσες να το δεις, μα μη στεναχωριέσαι, μην
αφήνεις να φανούν τα κόκκινα μάτια σου, θα σου περάσει, όπως περνάει η μέθη στα
καβούρια και η τρέλα των αγνώστων στις λεωφόρους, έπειτα θα σε σκεπάσει μια σιωπή
βαριά, όπως τα σεντόνια τα παλιά έπιπλα και όλα θα είναι ξανά όμορφα,
ακατανόητα και θα μυρίζουν προσμονή, όπως οι περισσότερες γωνίες των δρόμων και
όπως οι άνθρωποι όταν περάσουν τα εξήντα.
-------------------------
Προσπαθούσε για πολλά
χρόνια να ξεγελάσει τις γοργόνες, η απουσία σκόνης στα έπιπλα είναι η δική του
αποκλειστική τιμωρία, ήταν απλά μια
στιγμή αδυναμίας, προσπαθούσε να δικαιολογηθεί, μα όλοι τον κοιτούσαν με
οίκτο και τον χτυπούσαν στην πλάτη λέγοντας περαστικά,
περαστικά.
-------------------------
Κάπου, κάτω από τον
ίδιο ακριβώς ήλιο, ένα κορίτσι βουρτσίζει τα μαλλιά της, αφήνει έναν
αναστεναγμό και σκέφτεται, όχι χωρίς ένα μικρό τσίμπημα ζήλιας, τη φίλη της και
την υπέροχη συλλογή της από σύννεφα και παπούτσια για αριστερά πόδια.
-------------------------
Τότε κάποιος μέσα
στον πανικό φώναξε ‘’ Άννα; ‘’, και ξαφνικά μύρισε όλο το δωμάτιο
θάλασσα.
-------------------------
Υ.Γ. Γίνε αυτές οι δύο ώρες που λείπουν από την ημέρα μου, γίνε έστω οι
θλιμμένες βουτιές των γλάρων ή το ξεφάντωμα του χορταριού στον άνεμο.