Μου είπαν για τη γιορτή που ποτέ δεν τελειώνει, για το κρασί που πίνεις και καθαρίζουν τα μάτια σου. Άκουσα για λευκά καλοκαίρια και θάλασσες από μετάξι, για το νησί που τα λάθη συναντιούνται και οι άνθρωποι δεν τελειώνουν. Στο σκοτάδι της κάμαρας αναμασώ τα πάθη της ζωής μου, κρατώντας λίγο από το αίμα σου στις άκρες των δαχτύλων μου, περιμένοντας απλά να πέσουν τα φύλλα. Κάποτε μου είπαν πως όλοι οι άνθρωποι είναι ένα, μα τα βράδια ο μόνος τρόπος να θυμηθώ το όνομα μου είναι ακούγοντας αυτή τη μουσική.
Κι εγώ που πάντα καλοδεχόμουν τα διάττοντα σώματα και που μου άρεσε να περπατώ με τα πόδια γυμνά, θα στεγνώσω απόψε τα μάτια μου από την ομορφιά του κόσμου. Θα κρατήσω το κόκκινο χρώμα από το ποτό μου για να βάψω επιτέλους τις μεγάλες, σαρκοφάγες μου σκέψεις με το χρώμα που τους αξίζει.
Στο τέλος, θυμάμαι, περπατήσαμε στα τέσσερα γύρω από το συντριβάνι της ζωής μας, γαβγίζοντας σαν σκύλοι.