20150524

Νέα δεν έχω να σου πω, μόνο τα παλιά, ντυμένα αλλιώς.





Με πλησίασες με τα πέπλα σου να ανεμίζουν, με τη σιγουριά μιας κατολίσθησης, χαμογέλασες που με είδες, κι ήταν το χαμόγελο σου το χαμόγελο τεσσάρων γυναικών, όχι, δε θα χρειαστεί να πεθάνει κανένας απόψε για να καταλάβεις τι εννοώ, ο χρόνος είναι μια πολυτέλεια που δεν έχω, άλλο ταλέντο δεν έχω πέρα από τη βαθιά νοσταλγία κι έναν
λανθασμένο τρόπο να ονειρεύομαι και αυτά τα φτωχά ταλέντα μου δεν αρκούν για να ονομάζομαι άνθρωπος, έλα λοιπόν ξανά καλοκαίρι με τα τζιτζίκια σου και την καυτή άσφαλτο, η σειρά σου, πες κι εσύ πως ήρθες για να μείνεις για πάντα, δε σου μιλώ γιατί θα μου φύγει ο ύπνος, δε σε κοιτώ γιατί θα θυμηθώ από που σε ξέρω, κλειστή στροφή, γυαλίζουν οι λαμαρίνες των αυτοκινήτων, καπνίζω με κλειστά παράθυρα και σκέφτομαι που υποσχεθήκαμε μικροί να ξεκινήσουμε μια φωτιά που θα καίει για πάντα, για πες μου λοιπόν εσύ με τα μάτια σου τα μεγάλα, πόσο μακριά θα φτάσω με βήμα αβέβαιο, μήπως να πιώ λίγο περισσότερο, μήπως να προσευχηθώ να δείξω στο σύμπαν πόσο σε θέλω, κλαίει ο ρόμπερτ σμιθ, βουρκώνω κι εγώ, έτσι στάζει η δική του βρύση, έτσι στάζει κι η δική μου, υγρασία, βουβή ζέστη, κολλάει πάνω μου το μπλουζάκι και τα αδιάκριτα βλέμματα του κόσμου, κατεβάζω ταχύτητα και προσπερνώ να τους αφήσω όλους πίσω, μουγκρίζει η μηχανή, τόσα χρόνια τίποτα δεν έμαθα, για ένα μονάχα είμαι σίγουρος, όσο και να προσπαθούμε να το αποφύγουμε με χαμηλωμένα βλέμματα και υπεκφυγές και περιστασιακά μεθύσια,
στο τέλος κάποιος θα πληρώσει για όλη αυτή τη γαμημένη τη λιακάδα.